Απ΄ ένα έπαρμα, πάνω στο οποίο είχε σκαρφαλώσει, ένας ερρωμένος έφηβος σκαρδάμυσσε, τόσο πολύ εκτυπλωτικό ήταν το φως του ήλιου. Αλλά αυτό δεν ήταν η αιτία που έγιναν βουρκωμένα τα μάτια του. Κοίταζε από μακριά, ακόμη μαρμαρωμένος από ορρωδία, το γκρεμισμένο χωριό του και αισθάνθηκε ένα νυγμό πίκρας στην καρδιά του. Δεν άντεχε πια αυτά τα βάρβαρα έθη των χωρών του βορρά. Δεν ήθελε πια να ακούσει για αυτά τα αλήστου μνήμης ρημάγματα.
D' un promontoire, sur lequel il avait grimpé, un robuste adolescent clignait des yeux, tellement était aveuglante la lumière du soleil. Mais ce n'était pas la raison qui faisait qu'il avait les yeux embués de larmes. Il regardait, de loin, encore figé d'effarement, son village rasé et il ressentit un pincement d'amertume au coeur. Il ne supportait plus ces coutumes barbares des pays du nord. Il ne voulait plus entendre parler de ces inoubliables destructions.