Ο αγγειοπώλης , που ζούσε στην άκρη του χωριού, έβγαζε απ΄ το καμίνι τα πήλινα απ΄ οπτή γη που είχε φτιάξει τις προάλλες, όταν πλησίασε ένας πελάτης που του όφειλε ένα μεγάλο ποσό και του είπε:
"Ακολάτσιστος είμαι σήμερα, γιατί είμαι χρεωμένος, κοίτα τα πόδια μου, φορώ κοθόρνους! Δε μπορώ να σε πληρώσω τώρα.
-Άπαγε απ΄ εμού, η αδολεσχία! απάντησε ο άλλος, άκαμπτος. Δε μου είναι ένα νηπενθές αντίδοτο για την πίκρα που αισθάνομαι. Αντιθέτως! Το χειρότερο απ΄ όλα είναι ότι έχεις έναν κίβδηλο χαρακτήρα!"
Le potier, qui vivait à l'extrémité du village, sortait du four les poteries qu'il avait fabriquées les jours précédents, lorsque s'approcha un client qui lui devait une grosse somme et lui dit:
"Je n'ai pas mangé aujourd'hui, car je suis endetté, regarde mes pieds, je porte des groles! Je ne peux pas te payer maintenant.
-Loin de moi, le bla-bla! répondit l'autre, inflexible. Il n' est pas pour moi un remède qui me console de l'amertume que je ressens. Loin de là! Le pire de tout est que tu possèdes un caractère d'hypocrite!"