Τα δένδρα ήταν κιόλας σκεπασμένα με πάχνη, όταν η άνασσα την οποία η σφυριχτή ανάσα του νεβρού του είχε ξυπνήσει πήγε ευθεία στο στάβλο όπου ήταν ξαπλωμένη η ρούσα φορβάς της. Αμέσως ο ιπποκόμος σέλωσε το κομψό ζώο και, πριν προχωρήσει στο άναντες μονοπάτι, η καβαλάρισσα του έδωσε έναν οβολό. Ο άνδρας σκέφτηκε ότι, τώρα που είχε πέντε οβολούς του έλειπε μόνο ένας, για να κατέχει ένα δράξιμο.
Στην αρχαιότητα το δράξιμο ισοδυνάμούσε με έξι οβολούς. Τάχατες το πάχος του οβολού ήταν τόσο, ώστε η χούφτα ενός ανδρικού χεριού να μπορεί να πιάσει έξι απ΄ αυτούς.
Les arbres étaient déjà recouverts de givre lorsque la reine, que la respiration sifflante de son faon avait réveillée, alla droit vers l'écurie où était allongée sa jument baie. Immédiatement le palefrenier sella l'élégant animal et, avant de s'engager dans le sentier qui montait, la cavalière lui donna une obole. L'homme songea que, maintenant qu'il avait cinq oboles, il lui en manquait seulement une pour posséder une drachme.
Dans l'antiquité la drachme équivalait à six oboles. L'épaisseur de l'obole était soi-disant telle que la main fermée de l'homme ne pouvait en contenir que six.