Όπως καθημερινά ο Υπερίων είχε θέσει σε κίνηση τον ήλιο που ανέτελλε και αμέσως από πάνω από το κατάρτι ένιωσε καλύτερα ο οπτήρ. Στο κατάστρωμα ένας ναύτης έτρωγε με την ησυχία πολτοποιημένο άλφιτο, ενώ ο μάγειρος καθάριζε κάτι ούγαινες. Δούλοι, που είχε υπό επιτήρηση ένας Άραβας με καμουτσίκι , έτριβαν με υποτυπώδη μέσα ημιπολύτιμους λίθους, κυρίως κομματάκια σαρδόνυχο. Σε μια γωνία ο αγράμματος καπετάνιος, καθισμένος ακριβώς στη μέση μιας στοίβας από βιβλία κλεμμένα στο Βυζάντιο, ξεφύλλιζε, σαστισμένος, το Τιπούκειτο.
Comme chaque jour Hypérion avait mis en mouvement le soleil qui se levait et aussitôt du haut du mât la vigie se sentit mieux. Sur le pont un matelot mangeait tranquillement une bouillie de farine d'orge et de blé, tandis que le cuisinier écaillait quelques sars à museau pointu. Des esclaves, qu'avait sous sa surveillance un Arabe avec une cravache, ponçaient avec des moyens rudimentaires des pierres semi-précieuses, essentiellement de petits morceaux de sardoine. Dans un coin, le capitaine, illettré, assis en plein milieu de livres volés à Byzance, feuilletait, ahuri, le Registre des ouvrages législatifs de l'Empire.