Ο Κώστας ζούσε στην Εύβοια και, δεδομένου ότι είχε να τα΄ί΄σει πέντε στόματα, δούλευε στο ορυχείο ακανθίτη του νησιού. Πολλοί ανάσαιναν με δυσκολία εξαιτίας του ότι εργάζονταν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Αυτός όμως, ένας εύσωμος άνδρας, καυχησιολογούσε συνέχεια και δεν άκουγε τις συμβουλές της γυναίκας του που του έλεγε να πάει στο βοτανοπωλείο. Όμονε ότι ήταν μια χαρά και σαν απόδειξη σιγοτραγουδούσε πάντα την ίδια μολπή.
Ύστερα από λίγο, ένα βράδυ, η γυναίκα του αντιλήφθηκε ότι είχε χάσει το αβδηριτικό καυχησιολόγημά του. Έβηχε ξερά. Τότε πήγαν αμέσως και οι δύο στο βοτανοπωλείο όπου ο ιδιοκτήτης, αφού έριξε μια ματιά στη νοσογραφία, τους πούλησε διακόσια γραμμάρια μολόχα, ένα φυτό που φυτρώνει ένθεν και ένθεν στα χωράφια και στην άκρη των μονοπατιών.
Costas vivait en Eubée et, comme il avait à nourrir cinq bouches, il travaillait à la mine d'acanthite de l'île. Beaucoup respiraient avec difficulté du fait qu'ils travaillaient dans des conditions difficiles. Mais lui, un homme fort, fanfaronnait sans cesse et n'écoutait pas les conseils de sa femme qui lui disait d'aller à l'herboristerie. Il jurait qu'il se portait comme un charme et pour preuve fredonnait toujours le même chant mélodieux.
Quelque temps après, un soir, sa femme se rendit compte qu'il avait perdu son air bêta de fanfaron. Il avait une toux sèche. Alors tous deux se rendirent immédiatement à l'herboristerie où le propriétaire, après avoir consulté le livre de nosographie, leur vendit 200 grammes de mauve, une plante qui pousse çà et là dans les champs et au bord des chemins.