Πάει πολύς καιρός που κυρίευσε το κλεινόν άστυ ο Ξέρξης. Απόρθητο θα είναι το ξύλινο τείχος, θα είχε πει η Πυθεία, αλλά οι περισσότεροι από τους πολίτες είχαν αναζητήσει καταφύγιο στη Σαλαμίνα. Τώρα έπεσε σε λήθη η τραγωδία, ως εκ θαύματος ανέστη η πόλη. Παντού, στα σοκάκια, παίζει και φωνάζει , άπλυτο και με τη λήμη στο μάτι, το παιδοθέμι. Στην Ακρόπολη, μια ομάδα εργάτων σκαλίζει μαρμαρένια κιονόκρανα. Στους δρόμους περνάνε συνέχεια άμαξες που, γεμάτες από ξύλο, πηγαίνουν ως τα ναυπήγεια του Φαλήρου. Εκεί οι κορμοί θα μετατραπούν σε σανίδες, κατάρτια, οιάκες, ακρόπωρα.
Il y a longtemps que Xerxès s'est emparé de l'illustre cité. Imprenable sera la muraille de bois, aurait dit la Pythie, mais la plupart des citoyens avaient cherché refuge à Salamine. La tragédie est maintenant tombée dans l'oubli, comme par miracle la cité est revenue de la mort à la vie. Partout, dans les ruelles, joue et crie , sale et la chassie sur le bord des paupières, la marmaille. Sur l'Acropole, une équipe d'ouvriers sculpte des chapiteaux. Sur les routes passent sans cesse des charrettes qui, pleines de bois, vont jusqu'aux chantiers navals de Phalère. Là les troncs seront transformés en planches, en mâts, en gouvernails, en étraves.