Η Μαρία κάθισε αναπαυτικά σε μια ξάπλωστρα, πολύ κοντά στο φουντωτό κισσό που σκεπάζει την πρόσοψη του σπιτιού κι ένα μέρος του θυρόφυλλου της τραπεζαρίας. Θαυμάζω τα αρμονικά χαρακτηριστικά του προσώπου της και ιδίως τα πράσινα της μάτια που στολίζει η τέλεια καμπύλη των φρυδιών της, διότι η κοπέλα είναι καμαροφρύδα.
Τώρα διαβάζει ένα βιβλίο για το ψάρεμα που παινεύει την ανθρώπινη ραδιουργία. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, εκ των ενόντων που είχε στη διάθεσή του, ο επινοητικός άνθρωπος κατ΄ αρχήν έφτιαξε με ίνες λιναριού μια θώμιγγα για να πιάσει σηπίες και άλλα θαλασσινά .
Προς το παρόν, φθάνει να ακολουθήσει την ακτή μ΄ ένα σκάφος, την άνοιξη, δηλαδή την ώρα που οι σουπιές μετακινούνται ομαδικά προς το βορρά, και να ρίξει τα δίχτυα του, που είναι απλούστατα σύγχρονες φοβερές θώμιγγες. Τότε το κακομοίρικο ζώο, για να εκδικηθεί, χύνει το μελάνι του στα πρόσωπα των ψαράδων που, αδιάφοροι και περιφρονητικοί, του κόλλησαν το παρατσουκλί "ο μαυρόχρυσος της θάλασσας."
Maria s'est assise confortablement dans une chaise longue, tout près du lierre touffu qui recouvre la façade de la maison et une partie du battant du volet de la salle à manger. Je contemple les traits harmonieux de son visage et en particulier ses yeux verts qu' embellit la courbe parfaite de ses sourcils, car la jeune fille les a arqués.
Maintenant elle lit un livre sur la pêche qui vante l'ingéniosité de l'homme. Au cours des siècles, selon les moyens dont il disposait, l'homme imaginatif a d'abord fabriqué avec des fibres de lin une corde pour attraper des seiches et d'autres produits de la mer.
Actuellement il lui suffit de suivre le bord de mer avec un bateau, au printemps, au moment où les seiches se déplacent en bancs vers le nord, et de jeter ses filets, qui sont tout simplement de terribles cordes modernes. Alors le malheureux animal, pour se venger , déverse son encre sur les visages des pêcheurs qui, indifférents et méprisants, lui ont donné le surnom "d' or noir de la mer."