Με τα πόδια κρεμασμένα πάνω από τη θάλασσα, δεν ξέρω τι έκανε, καθισμένος στην άκρη του επάρματος που σχημάτιζε η κρηπίδα του λιμανιού της Κωνσταντινούπολης. Έμοιαζε να ήταν κάπως έκφρων, παίζοντας στα δάχτυλά του ένα υπέρπυρο. Τυλώδη ήταν τα γόνατά του. Ωσαύτως δυο βήματα απ΄ αυτόν, ένα γαϊδούρι που μασούσε φορβή. Ίσως το δικό του.
Les jambes pendantes au-dessus de la mer, je ne sais ce qu'il faisait, assis au bord de l'élévation que formait la jetée du port de Constantinople. Il semblait ne pas avoir tous ses esprits, jonglant avec une pièce d'or. Ses genoux étaient couverts de cals. Egalement, à deux pas de lui, un âne qui mâchait du foin. Le sien peut-être.