Άκουγε καθαρά από μακριά τη σύγκρουση της (λυσσώδη) μάχης των επαναστατών με τον τακτικό στράτο. Δεν τον ένοιαζε, επειδή μόλις (εξοβελίστηκε) για ανυπακοή από την ομάδα του. Πλησίασε μια κρυστάλλινη (πίδακα), ξάπλωσε (εκτάδην) και άρχισε να πίνει αργά και απολαυστικά. Μολονότι έρρεε ορμητικά και με θόρυβο, διαισθάνθηκε ένα είδους ελαφρύ σφύριγμα, τότε σήκωσε το κεφάλι και είδε δυο βήματα από τη μύτη του, κουλουριασμένη πάνω σ΄ ένα μάτσο ινδική (κηκίδα), μια οχιά να (σίζει) . Ο νεαρός, που δε φοβόταν καθόλου τον πόλεμo, ανατρίχιασε σαν κοπέλα, τα έβαλε στα πόδια και (πιλαλάει) ακόμη.
Il entendait nettement de loin le choc de la bataille enragée des révolutionnaires contre l'armée régulière. Il s'en moquait, puisque il venait d'être exclu de son unité pour désobéissance . Il s'approcha d'une source cristalline, s'allongea de tout son long et se mit à boire lentement et avec délice. Bien que l'eau coule impétueusement et bruyamment, il perçut une sorte de sifflement léger, alors il leva la tête et vit tout près de son nez, enroulée sur une touffe de ?, une vipère qui sifflait. Le jeune homme, qui n'avait pas peur du tout de la guerre, eut la chair de poule, prit la fuite et galope encore.
Malgré mes recherches, Ηélène, je n'ai pas trouvé ce qu'était en français : η ινδική κηκίδα