Μια πρώιμη (μάδησις), μια σιχαμερή (καυχησιά), ένα άσχημο πρόσωπο -(σαγονάς) ήταν- τον έκαναν να συμπεριφέρεται πολύ άσχημα σε όλους από τη ζήλια του. Προτιμούσε να (διονυσιάζεται) μόνος του το βράδυ. (Συνελόντι ειπείν), απορρίφθηκε, σαν (αλάστωρ), από τη κοινωνία και κατέληξε να πηγαίνει πρωί πρωί στο λιμάνι να (διοπτεύει) τα καράβια προς αναχώρηση στα πέρατα του κόσμου. Ύστερα από λίγο, παρουσιάστηκε μια ευκαιρία.
Une calvitie prématurée, une suffisance détestable, un visage laid - il avait un long menton en galoche - le faisaient se comporter très mal avec tous en raison de sa jalousie. Il préférait s'enivrer seul le soir. Pour être bref, la société le rejeta et il finit par se rendre au port de bon matin repérer les bateaux en partance pour le bout du monde. Quelque temps après, une occasion se présenta.