Από καιρό ο σαραντάρης που, μόλις έκανε τον (αρτέμονα) και ξανοιγόταν σιγά σιγά στο πέλαγος προς την Ιταλία ήταν (γλωσσοδίφης) αυτής της χώρας. Ο συγκεκριμένος μανιώδης θαλασσινός εκείνη τη στιγμή ανάπνεε βαθιά τον αλμυρό και (κάθυγρο) αέρα, (τυλώδεις) ήταν οι παλάμες του και το πρόσωπό του (έφεξε) από χαρά όταν βρέθηκε επιτέλους μόνος του στα ανοιχτά. Τότε ξέχασε την (αφυ΄ί΄α) των στεριανών, απορροφημένος στις σκέψεις του, στη δική του (Νεφελοκοκκυγία).
Depuis longtemps le quadragénaire qui venait de hisser le foc et de gagner lentement le large en direction de l'Italie était un spécialiste de la langue de ce pays. Le marin passionné en question respirait en ce moment profondément l'air salé et fortement humide, ses mains étaient pleines de cals et son visage resplendit de joie lorsqu'il se trouva enfin seul au large. Alors il oublia la sottise des terriens, absorbé dans ses pensées, dans sa Coucouville-les-Nuées.