Ως τα μεσάνυχτα, κατά το (ειωθός), ο Δημήτρης έβλεπε μόνος του τηλεόραση στο (μεσοπάτωμα) του σπιτιού του. Κοντά του, πάνω σ΄ ένα τραπεζάκι, ένα πανέρι (οπώδη) φρούτα που γευόταν παρακαλουθώντας τις αγαπημένες του εκπομπές. Εκείνη τη στιγμή επρόκειτο (οπωσούν) για μια κακόγουστη παρωδία της "Ιφιγενείας στην Αυλίδα". Ενώ κόντευε να (τυθεί) η κοπέλα, ένα πλήθος κόσμου έκανε πως (αραθυμούσε) και (ολόλυζε). Ο Δημήτρης μασούσε ένα βερίκοκο και γελούσε με την καρδιά του. Κρίμα που δε βρέθηκε κανένας μαζί του για να του πετάξει το (Πάρθιον βέλος).
Jusqu'à minuit, comme d'habitude, Dimitri regardait seul la télévision à l'entresol de sa maison. Près de lui, sur une petite table, une corbeille de fruits juteux qu'il savourait tout en suivant ses émissions préférées. A cet instant précis, il s'agissait en quelque sorte d'une parodie de mauvais goût d'"Iphigénie en Aulide". Alors que la jeune fille était sur le point d'être immolée, une multitude de gens faisait mine de se mettre en colère et de se lamenter. Dimitri mâchait un abricot et riait de bon coeur. Dommage qu'il n'y ait eu personne avec lui pour lui décocher la flèche du Parthe.