Εδώ και τρεις μέρες φυσάει ο καταραμένος (λιψ), καίγοντας τα δημητριακά, προμηνύοντας τη (σιτοδεία). Ολημέρα, ο αμετάβλητος τριγμός του (τέττιγος) και από το δειλινό, σμήνη ακρίδων και (σκνιπών), που ρίχνονται στις σοδειές. Μόνη της, (ήκιστα) ανήσυχη για το σκοτεινό μέλλον του πληθυσμού, η (μη μου άπτου) καλλονή της συνοικίας χαζεύει, (ανεπαχθής), τις βιτρίνες.
Depuis trois jours souffle le maudit libeccio, brûlant les céréales, présageant la famine. Tout le jour, le crin crin invariable de la cigale et, dès le crépuscule, des nuées de criquets et de cousins, qui s'abattent sur les récoltes. Seule, pas le moins du monde inquiète pour l'avenir sombre de la population,la délicate beauté du quartier,pimpante, fait du lèche- vitrines.
Dernière édition par Yves le Mer 10 Juil - 6:58, édité 5 fois