Μόλις νύχτωσε. Έκοβα βόλτες στο λιμανάκι, ακόμη συγκλονισμένη απ΄ αυτά που είδα στο νοσοκομείο δύο βήματα μακριά από μένα. Δε με ασχολούσε ούτε η διάθλαση των ηχητικών κυμάτων, ούτε οι πυγολαμπίδες που φτερούγιζαν, ούτε και η μελέτη μου της κορμανθίας, πιο ακριβώς ορισμένων ειδών ορχιδέων. Ένα χτύπημα κορύνης μόλις με εξουθένωνε. Ο πατέρας μου, ο ασθενής του δωματίου 46, υπέστη διάσειση χθες, ενώ αποζεύγνυε τα μουλάρια του. Το ένα, το πιο ιδιότροπο από τα δύο, και το βδέλυγμά μου, του είχε δώσει κλοτσιά στο κεφάλι και του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι.
La nuit venait de tomber. J' allais sans but sur le petit port, encore ébranlée par ce que j'avais vu à l'hôpital situé à quelques pas de moi. Je ne m'intéressais ni à la réfraction sonore des vagues, ni aux lucioles qui voletaient, ni même à mon étude des fleurs qui poussent sur les troncs d'arbres, plus précisément de certaines sortes d'orchidées. Un coup de massue venait de m'anéantir. Mon père, le malade de la chambre 46, avait eu une commotion cérébrale hier, alors qu'il dételait ses mulets. L'un d'eux, le plus lunatique des deux, et l'objet de mon indignation, lui avait donné un coup de pied à la tête et il avait vu trente-six chandelles.