Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γύλος. Εξ απαλών ονύχων είχε μάθει να περνά το χειμώνα, χωμένος στην άμμο, τότε ήταν όπως σ΄ ένα έρυμα, μακριά από το κρύο και των θηρευτών, των μακρινών του συγγενών. Δε του χρειαζόταν κανένα παρέμβυσμα, διότι οι πολλοι κόκκοι άμμου τον προστάτευαν σαν μαλακιά και στεγανή γούνα.
Καμιά φορά, δριμύς και βαρύς ήταν ο χειμώνας, αλλά δεν ολόλυζε από φόβο μήπως τον ακούσει ο τερατώδης ροφός, στο οποίο άρεσε πολύ η εκλεκτή σάρκα του γύλου. Εξ ενστίκτου, ήξερε τέλεια πότε ήταν η καταλληλή στιγμή για να ανταμωθεί με τη παρέα του. Σε αντίθεση με πολλά παιδιά που δε ξυπνάνε μόνα τους και των οποίων η μητέρα πρέπει να τα πλησιάσει και να τους πει :"Εγέρθητε! Ακόμη είστε στο κρεβάτι!..."
Επιτέλους έφθασε η άνοιξη, τότε ο ευκίνητός και παρδαλός μας γύλος έκανε τούμπες με τις φίλες του μέσα στα τόσο χαριτωμένα φύκια όσο τα πολυτρίχια της στεριάς.
Il était une fois une girelle. Depuis son plus jeune âge elle avait appris à passer l'hiver, enfouie dans le sable, elle était alors comme dans un retranchement, à l' abri du froid et des prédateurs, ses parents éloignés. Il n'avait pas besoin de joint d'étanchéité car les nombreux grains de sable la protégeaient comme une fourrure douce et étanche.
Parfois, rigoureux et pesant était l'hiver, mais elle ne se lamentait pas de peur que le monstrueux mérou ne l'entende, lui qui adorait la chair fine de la girelle. D'instinct, elle savait parfaitement quand était venu le moment approprié pour retrouver ses amis. A l'opposé de nombreux enfants qui ne se réveillent pas d'eux-mêmes et dont les mamans sont obligées de s'approcher d'eux et de leur dire:" Debout! Vous êtes encore au lit !"...
Enfin le printemps était là, alors notre agile et bariolée girelle faisait des cabrioles dans les algues aussi affriolantes que les cheveux de Vénus de la terre ferme.