Πέρασαν πολλοί μήνες από τότε που όργωσε το χωράφι του ο Αντώνης. Το όργωσε με το συγγενή του εξ αγχιστείας, το Δημήτρη. Έχουν αφιστάμενες απόψεις για τη γεωργία, αλλά εξ επόψεως της αλληλοβοηθείας, πάντα συμφωνούν. Την άνοιξη, ενώ έσπερναν το χωράφι με φακές , άκουσαν, όπως συνήθως, τις ιδιότυπες κραυγές του κομψού έποπος που φοράει μια τούφα από φτερά στο κεφάλι. Την επιούσα εποχή, δηλαδή το καλοκαίρι, η σοδειά ήταν πλούσια, άφησαν τα φυτά να στεγνώσουν επιτόπου, αφού τα είχαν ξεριζώσει. Έπειτα τα μάζεψαν και τα μετέφεραν στο αλώνι, όπου διαχωρίστηκαν οι καρποί από το περικάρπιο τους. Επιτέλους τους κοκκίνισαν με δρεμόνι. Ικανοποιημένος ήταν ο Αντώνης, το κέρδος άξιζε επτάκις τη τιμή του σπόρου.
Il y a de nombreux mois qu'Adonis a labouré son champ. Il l'a labouré avec son parent par alliance, Dimitri. Leurs points de vue sur l'agriculture sont éloignés, mais sur celui de l'entraide, ils sont toujours d'accord. Au printemps, alors qu'ils ensemençaient le champ de lentilles, ils entendirent comme d'habitude les cris originaux de l'élégante huppe, qui porte une touffe de plumes sur la tête. A la saison suivante, c'est à dire l'été, la récolte a été très bonne, ils ont laissé les plantes sécher sur place, après les avoir arrachées. Ensuite ils les ont ramassées et transportées sur l'aire, où les graines ont été séparées de leurs cosses. Enfin ils les ont tamisées avec un crible. Adonis était satisfait, le gain s'élevait à sept fois le prix de la semence.