O νεαρός,
προπετής από τη φύση του, πλησίασε την κοπέλα που χάζευε μια βιτρίνα
τοσούτω μάλλον, εφόσον είχε για μόστρα παπούτσια της μόδας.
Αυθωρεί και παραχρήμα της πρότεινε μια βολτούλα στο δημόσιο κήπο, ο οποίος ήταν τάχα υπέροχος εκείνη την εποχή, με τα πολύχρωμα λουλούδια και τους φουντωτούς
θαλλούς του. Καθώς η πρότασή του την άφηνε αδιάφορη, της έκανε τα γλυκιά μάτια κι έκανε πως έβλεπε για την πρώτη φορά,
ιδίοις όμμασιν, το χαριτωμένο
σπίλο που, βεβαίως, στόλιζε το μήλο της δεξιάς της παρειάς. Τότε η κοπέλα προσπάθησε μάταια να κρατήσει ένα χαμόγελο. Ο προπετής, περήφανος για την πρώτη του νίκη, είπε στον εαυτό του ότι είχε κατορθώσει να την παγιδέψει στην
ηλάγρα της γοητείας του.
Le jeune homme, impertinent par nature, s'approcha de la jeune fille qui faisait du lèche-vitrines, d'autant plus qu' étaient exposées des chaussures à la mode. Sans retard il lui proposa un petit tour dans le jardin public qui était, soi-disant, splendide en cette saison, avec ses fleurs multicolores et ses jeunes pousses foisonnantes. Comme sa première proposition la laissait indifférente, ,il lui fit les yeux doux et fit semblant de voir pour la première fois, de ses propres yeux, le charmant grain de beauté qui, bien sûr, ornait la pommette de sa joue droite. Alors la jeune fille tenta vainement de retenir un sourire. L' impertinent, fier de sa première victoire, se dit qu'il avait réussi à la prendre au piège dans la tenaille de sa séduction.