Μπούχτισε να παίρνει καθημερινά το λεωφορείο! Μιάμιση ώρα να βλέπει τα ίδια και τα ίδια, στα προάστια της πρωτεύουσας! Να ανέχεται τα τραντάγματα στις λακκούβες του δρόμου! Από καιρό της είχε καθήσει στο μυαλό το "Λάθε βίωσας" του Επικούρου, παρά να ζει μαύρη ζωή μέσα στη φασαρία, στη μόλυνση, στο συνωστισμό. Της ερχόταν να φύγει πιο πέρα, σ΄ έναν ήσυχο τόπο, στα βουνά που δεν είχε δει ποτέ της ιδίοις όμμασιν, παρά μόνο στην τηλεόραση. Εκεί θα βοσκούσε αρνάκια και ερίφια. Θα σκαρφάλωνε στις πλαγιές των λόφων, ακουμπώντας στη στραβολέκα της, ήκιστα ανήσυχη παρουσία του δικού της μαντροσκύλου, θα ήταν ένα σωστό έρκος , προστατεύοντας τα ζώντανα από τις δήξεις του λύκου. Θα αρκούνταν με φρέσκο γάλα, λίγη μυζήθρα και βρασμένο άλφιτο. Ο παράδεισος !... Την άλλη μέρα παράτησε την πόλη, προς άγνωστη κατεύθυνση.
Elle en avait assez de prendre le bus tous les jours! Une heure et demie à voir toujours les mêmes choses, dans les faubourgs de la capitale! A endurer les secousses dans les nids de poule de la route! Depuis longtemps elle s'était mis en tête le "Mène une vie discrète" d'Epicure, plutôt que vivre une triste vie dans le tapage, la pollution, la promiscuité. Il lui venait à l'esprit l'idée de partir plus loin, dans un lieu tranquille, dans les montagnes qu'elle n'avait jamais vues de ses propres yeux, sinon à la télévision. Là elle ferait paître agnelets et chevreaux. Elle grimperait aux flancs des collines, en s'appuyant sur sa houlette, pas le moins du monde inquiète en présence de son chien de troupeau, véritable rempart protégeant les bêtes des morsures du loup. Elle se contenterait de lait frais, de myzithra et d'une grossière farine d'orge bouillie. Le paradis!... Le lendemain elle quitta la ville, pour une direction inconnue.