Είναι ένα άσχημο αγόρι, ο Θωμάς. Επιπλέον προσπαθεί να κρύψει την καμπούρα του, διότι υποφέρει από μια ύβωση. Του αρέσει να τρώει φαγητά με πολλά ηδύσματα και, βεβαίως, μυρίζουν τα χνότα του. Η όμορφη ποιμενίς του χωριού το ξέρει και τον αποφεύγει. Αύτος όμως , άμα την ανταμώσει, δεν μπορεί να κρατηθεί και της ρίχνει ένα τακερό βλέμμα το οποίο, προφανώς, αρνείται. Κάθε φορά που περνά κοντά στο σπίτι του για να βοσκήσει τα πρόβατά της και φυσά ο εγκολπίας, τα μαύρα και άφθονα μαλλιά της ποιμενίδος κυματίζουν , τότε τρελαίνεται ο Θωμάς. Σιγά σιγά το κοπάδι και η κοπέλα εξαφανίζονται πίσω από τα βράχια από ψαμμίτη. Το αγόρι έχει ντέρτια. Ξέρει πως δεν θα έχει ποτέ του τη καλή τύχη να τη χαϊδέψει στην ευνή του.
C'est un garçon laid, Thomas. De plus il essaie de cacher la bosse qu'il a au dos, car il est atteint de cyphose. Il aime manger des plats très assaisonnés et, bien sûr, il a mauvaise haleine. La belle bergère du village le sait et l'évite. Mais lui, s'il la rencontre, ne peut pas se retenir et il lui jette un regard plein de désir qu' évidemment elle fuit. Chaque fois qu'elle passe près de chez lui pour faire paître ses brebis et que souffle l' εγκολπίας, la chevelure noire et abondante de la bergère flotte au vent, alors Thomas devient fou. Peu à peu le troupeau et la jeune fille disparaissent derrière les rochers de grès. Le garçon a le coeur gros. Il sait qu'il n'aura jamais la chance de la caresser dans son lit.