Πριν πέσει για ύπνο στη σκηνή του, ο περιηγητής έφαγε μια φέτα σίκυος, άφησε στο σακίδιο του τις ωτασπίδες που αποδείχτηκαν φρούδες σ΄ αυτό το ήρεμο μέρος. Σκέφτηκε πως ήταν τέλειο για οποιονδήποτε ήθελε να κείρεται μοναχός, εδώ, στις υπώρειες των Τζουμέρκων, ανάμεσα στους κέδρους που σκαρφάλωναν στον ουρανό και στα χρωματιστά βράχια απ΄ ακανθίτη.
Avant de se coucher, le randonneur mangea une tranche de pastèque, laissa dans son sac à dos les bouchons d'oreille qui se révélèrent inutiles dans cet endroit calme. Il pensa qu'il était parfait pour quiconque voulait quitter le monde, ici, au pied des Tzoumerka, parmi les cèdres qui grimpaient jusqu'au ciel et les rochers colorés d'acanthite.