Κόντευε το φθινόπωρο, η εποχή που φύονται τα κυκλάμινα. Κάποτε ο ταχυδρόμος άφησε στο σπίτι του Ηλία ένα μεγάλο δέμα, του οποίου το περιέλιγμα ήταν γεμάτο μικρές στρογγυλές τρύπες. Στο γυρισμό του, έβγαλε τη χλαίνα του και φώναξε τη γυναίκα του που μάζευε ελιές στον ελαιώνα. Στο μεταξύ , ακίνητος μπροστά στο δέμα και μπερδεμένος στον κυκεώνα των σκέψεών του, νόμισε αμέσως ότι έκανε λάθος ο ταχυδρόμος. Έφθασε εκείνη τη στιγμή η γυναίκα του που, περίεργη σαν την Πανδώρα που είχε ανοίξει το κουτί, έσχισε πυρετωδώς το περιέλιγμα και ξεφώνισε από φόβο, βλέποντας ένα αποκρουστικό φίδι, καλυμμένο με μεγάλες φολίδες. Μόλις σύνηλθε, βρήκε μέσα στο δέμα μια κάρτα απ΄ ένα φίλο του Ηλία, η οποία έγραφε ότι επρόκειτο για ένα δώρο. Τότε, απηύθηνε σκώμμα προς τον άνδρα της που αποκρίθηκε : "Ένα φίδι είναι καλύτερο δώρο απ΄ ένα σκύμνο".
L'automne , l'époque où poussent les cyclamens, approchait. Un jour le facteur laissa au domicile d'Ilias un gros colis dont l'emballage était plein de petits trous ronds. A son retour, il ôta sa parka et appela sa femme qui ramassait des olives dans l'oliveraie. Pendant ce temps, immobile devant le colis et perdu dans l'imbroglio de ses pensées, il pensa immédiatement qu'il s'agissait d'une erreur du facteur. Sur ces entrefaites arriva sa femme qui, curieuse comme Pandore qui avait ouvert la boîte, déchira fièvreusement l'emballage et poussa des cris de peur en voyant un serpent repoussant, couvert de grosses écailles. Dès qu'elle fut remise de sa frayeur, elle trouva dans le paquet une carte d'un ami d'Ilias, qui disait qu'il s'agissait d'un cadeau. Alors, elle couvrit de lazzi son mari qui lui rétorqua :"Il vaut mieux comme cadeau un serpent qu'un lionceau."