Στο χωριό όλος ο κόσμος τον θεωρούσε παλαβό. Εξάλλου ο πατέρας του, που
είχε υπατεύσει σε πολλές χώρες, δεν τον άντεχε πια και τον έδιωξε από το σπίτι. Ο νεαρός φορούσε συνήθως είδη
κοθόρνων που έκαναν αδέξιο το περπάτημά του. Είχε ιδίως έμμονη ιδέα, επρόκειτο για τη
σύζευξη του Αυγούστου και την επιστροφή των
δριμών. Κάθε χρόνο
εδράττετο της ευκαιρίας για να φοβίζει τα παιδιά. Ήξερε ότι τις πρώτες έξι μέρες του μηνός οι γονείς τους επαναλάμβαναν το πρωί :"Μην βγαίνετε έξω, μην περνάτε απόμερα και τρίστρατα, γιατί οι Δρίμες θα σας κάνουν κακό, μεγάλο κακό". Μολαταύτα κάτι διαβολόπαιδα δεν τους υπάκουγαν και, καθώς έκανε πολύ ζέστη αυτή την εποχή, πήγαιναν για μπάνιο στη λίμνη την οποία τροφοδοτούσαν και μια πηγή και ο
υετός. Τότε, τη στιγμή που ήταν στο νερό τα παιδιά, ο νεαρός, επιπλέον εγγαστρίμυθος, κρυμμένος στην όχθη, παρήγε έντονους
βορβορυγμούς που τρέλαιναν τα πιτσιρίκια.
Au village tout le monde le prenait pour un fou. D'ailleurs son père, qui avait été consul dans de nombreux pays, ne le supportait plus et le mit à la porte. Le jeune homme portait habituellement des sortes de cothurnes qui rendaient sa démarche gauche. Il avait surtout une idée fixe, il s'agissait de la conjonction du mois d'aoùt avec le retour des drimes. Chaque année il profitait de l'occasion pour effrayer les enfants. Il savait que les six premiers jours du mois les parents leur rabachaient le matin:"Ne sortez pas, ne restez pas à l'écart et aux croisements de trois routes, parce que les drimes vous feront du mal, beaucoup de mal." Malgré cela quelques garnements ne leur obéissaient pas et, comme il faisait très chaud à cette saison, ils allaient se baigner dans le lac qu'alimentaient une source et les eaux de pluie. Alors, à l'instant où les enfants étaient dans l'eau, le jeune homme , ventriloque de surcroît, caché sur la rive, émettait de puissants borborygmes qui affolaient les gamins.