Στις κοντινές δειράδες τα δένδρα που η δύναμη του λιβός βασάνιζε έμοιαζαν με εκατόγχειρα τέρατα που τέντωναν τα σκούρα χέρια τους στον ουρανό. Στο μεταξύ, ο Ηλίας είχε φορέσει τα αρβύλα του και, ανήσυχος για το παραγάδι του, είχε βιαστεί να το μαζέψει, ευτυχώς που δεν το είχε ρίξει στα ανοιχτά αλλά κοντά στην ακτή, λόγω επίμονου πόνου στο βουβώνα. Παρά τα κύματα και τον αφρό που έδερναν την πλώρη του σκάφους, είχε ξεμπερδέψει με το μάζεμα και, κατά καλή του τύχη, είχε πιάσει μια συναγρίδα γύρω στα τρία κιλά, με μια λεπτή αμύχη στη δεξιά της πλευρά.
Sur les collines voisines les arbres que tourmentait la puissance du vent ressemblaient à des monstres à cent mains qui tendaient leurs bras sombres vers le ciel. Entre temps Ilias avait enfilé ses brodequins et, inquiet pour sa palangre, s'était empressé de la récupérer, heureusement qu'il ne l'avait pas mise au large mais près de la côte, à cause d'une douleur persistante à l'aine. Malgré les vagues et l'écume qui frappaient la proue du bateau, il avait mené à bien la récupération de la palangre et, par chance, il avait pris un denté d'environ trois kilos, avec une légère égratignure sur le flanc droit.