Ενώ ήταν υπηρεσία η άλλη τοιχαρχία, ο Κώστας , ξαπλωμένος στο αριστερό λαγόνι στην κουκέτα του, διάβαζε το χωρίο ενός μυθιστορήματος. Ο πρωταγωνιστής , ένας χωλός νεαρός, ζούσε μόνος του στο δάσος, ακριβώς στη μέση των ερεικών, από ζοχούς και άγρια φρούτα. Στο μεταξύ κουνούσε το πλοίο. Το φεγγάρι ήταν στη χάση του και μέσα από το φινιστρίνι δε ξεχώριζε κανείς τίποτα, μόνο σκότος και έρεβος.
Pendant que l'autre section assurait le service, allongé sur le flanc gauche dans sa couchette, Kostas lisait le passage d'un roman. Le héros, un jeune homme éclopé, vivait seul de laiterons et de fruits sauvages dans la forêt, en plein milieu des bruyères. Pendant ce temps le navire tanguait. C'était la nouvelle lune et à travers le hublot on ne distinguait rien, seulement l'obscurité et les ténèbres.