Κανείς δεν είχε την αποκοτιά του, γι΄ αυτό έχυνε, τότε που δούλευε στο κενό, τον χόλο του πάνω στους άλλους εργάτες που δήθεν υπέφεραν από ίλιγγο. Εξάλλου ενεοί στέκονταν μπροστά στην ηρεμία και τη ψυχραιμία του, ενώ τοποθετούσε τα παρεμβύσματα και βίδωνε τους σωλήνες. Φανταστείτε ότι κάτω από τα πόδια σας υπάρχει ένας γκρεμός και πρέπει να το δρασκελίσει ένας αγωγός. Κι όμως αδιάφορος για τον ίλιγγο, περπατούσε πάνω στους κάθυγρους σωλήνες. Επιπλέον, καμιά φορά, το βράδυ, πατώντας στο χείλος της αβύσσου όπου άφθοναν τα πολυτρίχια, επέστρεφε ξώρας από τη δουλειά.
Personne n'avait sa témérité, aussi déversait-il, alors qu'il travaillait dans le vide, son fiel sur les autres ouvriers qui, disaient-ils, avaient le vertige. D'ailleurs ils restaient sans voix devant son calme et son sang-froid, tandis qu'il plaçait les joints et vissait les tuyaux. Imaginez que sous vos pieds il y a un précipice et qu' un conduit doive l'enjamber. Et pourtant indifférent au vertige il marchait sur les tuyaux mouillés. De surcroît, parfois, le soir, foulant le bord de l'abysse où abondaient les capillaires, il revenait en retard de son travail.