Ο Περικλής είναι
αβρόφρον άτομο και όλοι οι χωριάτες τον εκτιμούν. Έδωσε πρόβειο
γνάφαλο στην γειτόνισσά του για να γεμίσει μ΄ αυτό τα οικογενειακά παλιά στρώματα. Συχνά φέρνει
γογγύλια και πράσα στου φίλους του και, δεδομένου ότι ξέρει πως ο γιατρός λιγουρεύεται τις τσίχλες, πότε πότε παγιδεύει πουλιά με
ίξο και τον προσκαλεί σε γεύμα. Αυθόρμητα, πριν από το πανηγυρί, τον Αύγουστο, γεμίζει τις λακκούβες του δρόμου με τη
νάφθα μαζεμένη σ΄ ένα βυτίο. Κι όμως δεν είναι ικανοποιημένος, θα του άρεσε πολύ να τραγουδήσει δημόσια γιατί η
εμμέλεια της λαϊκής μουσικής τον γοητεύει, αλλά
απάδει τόσο πολύ που τα σκυλιά του χωριού γαβγίζουν και γρκινιάζουν μόλις τον ακούν, και θίγεται.
Périclès est une personne prévenante et tous les villageois l' apprécient. Il a donné à sa voisine de la bourre de brebis pour qu'elle remplisse les vieux matelas de la famille. Souvent il apporte des navets et des poireaux à ses amis et, comme il sait que le docteur est friand de grives, de temps en temps il piège des oiseaux avec de la glu et l'invite à manger. Spontanément, avant la fête du village, en Août, il bouche les nids-de-poule de la route avec du goudron récupéré dans un fût. Et pourtant il n'est pas satisfait, il aimerait bien chanter en public car la musicalité des chants populaires le charme, mais il chante si faux que, dès qu'ils l'entendent, les chiens du village aboient et geignent, et ça le vexe.