Από το χωράφι μόλις ακούγεται ο ήμερος παφλασμός των κυμάτων. Στον ορίζοντα μαρμαίρει ο ήλιος. Εδώ και δύο ώρες ο Κώστας οργώνει με τα δυο αργά βόδια του. Είναι υπερήφανος για το καινούριο αλέτρι του, εφοδιασμένο μ΄ ένα προολκέα. Προσέχει να μη χαλάσει το εργαλείο γιατί το έδαφος είναι πετρώδες. Έχει διάθεση να μπήξει ιαχές θριάμβου διαπιστώνοντας την καλή ποιότητα της δουλειάς. Ξαφνικά ένα οξύ τρίξιμο κι ένα δυνατό τράνταγμα τον κάνουν να τινάζεται. Σηκώνει αμέσως τις λαβές και βλέπει να είναι αστόμωτο το υνί. Τότε το δέρνει μια μεγάλη λωλαμάρα και, θυμώντας απ΄την αλαλομάρα, αρχίζει να κεντρίζει πυρετικά με τη βουκέντρα τα αλαφιασμένα βόδια.
Du champ on entend à peine le doux clapotis des vagues. A l'horizon le soleil étincelle. Depuis deux heures Kostas laboure avec ses deux boeufs alanguis. Il est fier de sa nouvelle charrue équipée d'un avant-train réglable. Il fait attention à ne pas abîmer l'outil car le sol est rocheux. Il a envie de pousser des cris de triomphe en constatant la qualité du travail. Soudain un grincement aigu et une forte secousse le font tressaillir. Il soulève les mancherons et voit que le soc est émoussé. Alors il est pris d'un accès de folie et , sous la colère due à la démence, il se met à aiguillonner fébrilement les boeufs affolés.