Κατά τα ειωθότα, ακριβώς στη μέση του ξέφωτου, οι ξυλοκόποι είχαν αφήσει επιτόπου, ενθένδε, παρασχίδες από βελανίδι. Μόνη της, όρθωνε ακόμη τον κορμό της προς τον ουρανό μια μουσμουλιά γεμάτη από μέσπιλα. Ολόγυρα ψηλές φτέρες έκρυβαν το περιβάλλον. Σε λίγο, όταν θα ερχόταν η νύχτα, στο λόφο ένας άνθρωπος θα μεταβίβαζε ένα μήνυμα στον καπετάνιο που θα βρισκόταν στον οίακα του πλοίου, στα ανοιχτά, και γι΄ αυτό θα χρησιμοποιούσαν τις φρυκτωρίες.
Comme d'habitude, en plein milieu de la clairière, les bûcherons avaient laissé sur place, de ci de là, des copeaux de chêne. Seul, dressait son tronc vers le ciel un néflier couvert de nèfles. Tout autour de hautes fougères cachaient les alentours. Dans un moment, lorsque viendrait la nuit, sur la colline, un homme transmettrait un message au capitaine qui tiendrait la barre du bateau, au large, et pour cela utiliserait des signaux lumineux.