Στο μέγαρο ήχουσαν οι
τριβράχεις πόδες των ωδών του Πινδάρου. Η Βασίλισσα μόλις μάζεψε στον κήπο ευώδη
τριγλώχινα άνθη και, τη στιγμή που μπήκε μέσα, όλοι οι ταπεινόφρονες υπηρέτες έκαναν μεγάλη
πρόνευση. Ξαφνικά, βλέποντας ένα
σαμιαμίθι κρυμμένο στα λουλούδια να τρέχει στο χέρι της, ξεφώνισε και, κατά κακή σύμπτωση, μπήκε μέσα στο νύχι της μια
σχίζα. Αμέσως ήρθε βιαστικά η γιάτρισσα του μεγάρου, αλλά οι προσπάθειες της για να βγάλει την αγκίδα ήταν
φρούδες. Τότε η βασίλισσα, κλονισμένη, έπεσε να κοιμηθεί,
ξεθεωμένη από τη συγκίνηση.
Dans le palais résonnaient les trois mesures brèves des odes de Pindare. La reine venait de cueillir des fleurs odorantes à trois pétales en pointe et, au moment où elle entra, tous les serviteurs, humbles, s'inclinèrent profondément. Soudain, voyant un petit lézard caché dans les fleurs courir sur son bras, elle poussa des cris et, malencontreusement, une écharde pénétra sous son ongle. La guérisseuse du palais se précipita immédiatement, mais ses efforts pour ôter l'écharde furent vains. Alors la reine, éprouvée, alla s'étendre pour dormir, épuisée par l'émotion.