Ο ασθενής ήταν σε κατάσταση χαύνωσης στο νοσοκομείο πενήντα κλινών της πόλης. Η γυναίκα του τον κοίταζε έντονα, ανήσυχη. Πραγματικά ο κακομοίρης παραληρούσε. Ένας είδος τέρατος, με κεφάλι αιγός και σώμα που είχε χoϊκό χρώμα, του έριχνε στα μάτια δράκες οξύ που έτρωγαν τη σάρκα του. Η γυναίκα του, χωρίς να καταλάβει, έβλεπε τη διαρκή μύσιν των βλεφάρων του. Σιγά σιγά το φριχτό μετείκασμα του τέρατος διαλύθηκε στο εγκέφαλο του ασθενή. Τώρα είχε τα μάτια του ανοιχτά, αλλά τον είχε τυφλώσει το τραύμα του.
Le malade était dans un état de torpeur à l'hôpital de cinquante lits de la ville. Sa femme le regardait intensément, inquiète. En réalité le malheureux délirait. Une sorte de monstre, avec une tête de chèvre et un corps couleur de terre, lui jetait dans les yeux des poignées d'acide qui rongeaient sa chair. Sa femme, sans comprendre, voyait le continuel clignotement de ses paupières. Petit à petit la vision horrible du monstre se dissipa dans le cerveau du malade. Maintenant il avait les yeux ouverts, mais sa blessure l'avait rendu aveugle.