Στα δένδρα κελαηδούσαν οι σπίνοι. Ένας ονηγός προχωρούσε προσεκτικά στην ούγια του δάσους, ψάχνοντας εγωπαθώς για θήραμα. Ξαφνικά το κυνάριον του, ένα φοβερό κυνηγόσκυλο, ακινητοποίησε όλο το σώμα του, Είχε μυριστεί κάτι. Τότε ο άνδρας με το γερό δράξιμό του έσφιξε την κώπη που από καιρό είχε γίνει ο ίσκιος του. Δυο βήματα απ΄ αυτόν, στα ρείκια, ήταν ξαπλωμένος ένας έντρομος νεβρός . Προσπάθησε μάταια να σηκωθεί, κούτσαινε πολύ απ΄ ένα πόδι...
Dans les arbres chantaient les pinsons. Un ânier progressait attentivement à la lisière de la forêt, égoïstement, en quête de gibier. Soudain son petit chien, un redoutable chien de chasse, stoppa, le corps immobile. Il avait flairé quelque chose. Alors l'homme, de sa poigne puissante, serra l'aviron qui le suivait depuis longtemps comme son ombre. A deux pas de lui, dans les bruyères, un faon terrifié était allongé. Il tenta de se relever, il boitait fortement d'une patte...