Κάποτε είχε φύγει, νέα, από τις κρημνώδεις εκτάσεις της Αρκαδίας της, λέγοντας στον εαυτό της ότι δεν την άντεχε πια αυτήν τη ζωή στα βουνά, να παίζεις εν ου παικτοίς όλο τα ίδια και τα ίδια. Εξαιρετικό ήταν το κάλλος της μορφής της, το ήξερε, εξάλλου είχε μια τάση για την εαυτοσκοπία, και δη όποτε βοσκούσε τις αγελάδες. Τότε έβλεπε τον εαυτό της, στην Αθήνα, στη συνοικία του Κεραμεικού, ποζάροντας μπροστά σ΄ έναν γλύπτη, με μια λήκυθο στο χέρι και πανέμορφη μέσα στις πτυχές του χιτώνα της. Έπειτα περνούσε το κατώφλι του οικογενειακού σπιτιού, ενώ έσιζε η φωτιά στο τζάκι και της έλεγαν :"Έρρεσω" οι γονείς της.
Un jour, elle était partie, jeune, des étendues abruptes de son Arcadie, se disant que cette vie dans les montagnes, elle ne la supportait plus, une vie à affronter superficiellement toujours et toujours les mêmes choses. Elle avait un physique d'une beauté exceptionnelle, et elle le savait, d'ailleurs elle avait un penchant pour le dédoublement de sa personne, et surtout lorsqu'elle faisait paître ses vaches. Elle se voyait alors à Athènes, au quartier du Céramique, posant devant un sculpteur, un lécythe à la main et resplendissante dans les plis de son chiton. Ensuite elle franchissait le seuil de la maison familiale, tandis que dans la cheminée chuintait le feu et que ses parents lui disaient au revoir.
Dernière édition par Yves le Dim 6 Juil - 20:32, édité 1 fois