Ως είθιστα, ο άντρας σκάλιζε με εγκοπέα έναν κίονα για το προστώο ενός κτιρίου, και πότε πότε κοίταζε σ΄ ένα αρίγωτο χαρτί το σχέδιο του αρχιτέκτονα. Κοντά του είχε πλησιάσει μια απλή γνωριμία της στρατιωτικής θητείας, ένας χωρατατζής, που μιλούσε για τα πυροφάνια που έβαζε στα πόδια των νεοσυλλέκτων, ενώ κοιμόνταν, και για το βρομερό άλφιτο που τους σερβίριζαν να φάνε κάθε δυο μέρες.
Ύστερα από λίγο τον εκνεύρισαν η αδιαφορία και η βουβαμάρα του άλλου και του είπε :"Πατάς δουλειά για τρεις, εδώ! Παρατά και φύγε! Εμένα, μου αρκεί το επίδομα ανεργίας. Γαία πυρί μιχθήτω!"
Comme d'habitude, l'homme sculptait avec un burin une colonne pour la stoa d'un bâtiment, et de temps en temps regardait sur un papier non rainuré le plan de l'architecte. Près de lui s'était approché une simple connaissance de régiment, un plaisantin, qui parlait des papiers enflammés qu'il mettait entre les doigts de pied des bleus, tandis qu'ils dormaient, et de la farine infecte qu'on leur servait à manger tous les deux jours.
Peu après, l'indifférence et le mutisme de l'autre l'énervèrent et il lui dit:" Tu bosses pour trois, ici! Laisse tomber et pars! A moi, me suffit l'allocation chômage. Après moi le déluge!"