Ο Μάρκος συνήθιζε να μασάει κάτι ράγες από το κλήμα του πριν πάει για ψάρεμα. Ήταν ωκύς νεαρός που άρεσε στα κορίτσια. Φορούσε τα παπούτσια του πατέρα του στις σόλες των οποίων είχε βάλει ένα καινούριο βύρσωμα ο τσαγκάρης του χωριού. Κάποτε όμως, στον γυρισμό από το ψάρεμα, στην αμμουδιά, ένιωσε άσχημα, σκόνταψε και το κεφάλι του χτύπησε σε μια πέτρα. Λιποθύμησε, είχε πάθει μια διάσειση. Συνήλθε σιγά σιγά, τρεμουλιάζοντας από το όραμα που μόλις είδε. Του είχαν εμφανιστεί, από το βάθος του σηκού του, ο θεός των ψαριών και, ολόγυρά του, ξεπροβάλλοντας από την επιφάνεια της άμμου, ένας ορμαθός κεφαλιών αμμουδιτών που τον κορόιδευαν. Από τότε παράτησε το ψάρεμα ο Μάρκος.
Marc avait l'habitude de mâcher quelques grains de raisin de sa vigne avant d'aller à la pêche. C'était un jeune homme agile qui plaisait aux filles. Il portait les chaussures de son père que le cordonnier du village avait ressemelées. Mais un jour, au retour de la pêche, sur le sable de la plage, il trébucha et sa tête heurta une pierre. Il s'évanouit, il avait subi une commotion cérébrale. Petit à petit il revint à lui, tremblotant sous l'effet de la vision qu'il venait d'avoir. Lui étaient apparus, du fond de sa cella, le dieu des poissons et, tout autour de lui, émergeant de la surface du sable, une ribambelle de têtes de lançons qui se moquaient de lui. A partir de ce jour, Marc abandonna la pêche.