Προ πολλού ο νεαρός ήθελε να θεραπεύσει τις μούσες και να γράψει στίχους, ιδίως χορείους, ιάμβους και δάκτυλους. Γι΄ αυτό πήγαινε συχνά σ΄ έναν ελαιώνα, και ακουμπισμένος στο πρεμνό ενός πουρναριού έσπαγε το κεφάλι του, αλλά μάταια. Τότε είπε στον εαυτό του ότι θα του ερχόταν πιο εύκολα η έμπνευση τη νύχτα, μπροστά σ΄ ένα κερί από στέαρ, και αργά το βραδύ διέβη τον Ρουβίκωνα. Γέμισε στο άψε σβήσε η λευκή σελίδα. Ευτυχής, ο νεαρός έβγαλε από το στόμα του το λάθυρο που μασούλιζε συνέχεια και, νωχελής, άρχισε να τονίζει μεγαλόφωνα την ποίησή του και ξέχασε την άφθα που του έκαιγε τη γλώσσα.
Depuis longtemps le jeune homme voulait taquiner la muse et écrire des vers, en particulier des trochées, des iambes et des dactyles. Pour ce faire il se rendait dans une olivaie, et adossé à la souche d''une yeuse se creusait la cervelle,mais en vain. Alors il se dit que l'inspiration lui viendrait plus facilement la nuit, devant une bougie de suif, et tard le soir il franchit le Rubicon. En un tournemain la feuille blanche fut remplie. Heureux, le jeune homme ôta de sa bouche le pois chiche qu'il mâchouillait en permanence et, nonchalant, commença à scander à haute voix sa poésie et oublia l'aphte qui lui brûlait la langue.