Αμφίθυμοι ήταν οι δυο αδελφοί και τις οίδεν γιατί, εκείνη τη μέρα, ο ένας ονείδιζε τον άλλο και τανάπαλιν. Έχω την εντύπωση πως καβγάδιζαν για μια ετερόκλιτη λέξη. Συχνά οι γονείς τους ήταν καταβεβλημένοι μπροστά μια τέτοια βία, τότε τα δύο διαβολόπαιδα όμοναν, εκόντες άκοντες, ότι θα είχαν από την άλλη μέρα καλούς τρόπους. Μάταια.
Les deux frères étaient animés de sentiments contraires et qui sait pourquoi, ce jour-là, le premier conspuait le second et inversement. J'ai l'impression qu'ils se disputaient à propos d'un mot qui appartenait à deux déclinaisons. Souvent les parents étaient abattus devant une telle violence, alors les deux garnements, bon gré mal gré, juraient que dès le lendemain ils se comporteraient correctement. En vain.