Ενώ το ιστιοφόρο ταξίδευε μ΄ ένα σταθερό ούριο άνεμο, το μειράκιον κοίταζε με αφηρημένο βλέμμα από το θωρακείο τους μεγάλους οπωρώνες με πορτοκαλιές που εμφανίζονταν στον ορίζοντα, στους κάμπους λουσμένους στο έκπαγλο φως του ήλιου. Ακουγόταν η επαναληπτική κλαγγή των καλωδίων στα πανιά. Για την ώρα ο πατέρας του μειρακίου, ο κυβερνήτης, θυμόταν με ευχαρίστηση την κατ΄ αντιμωλίαν δίκη που είχε κερδίσει, και την ιταμότητα του ενάγοντός του που απαιτούσε τη χρησιμοθηρία του ιστιοφόρου.
Tandis que le voilier filait vent en poupe, le tout jeune homme regardait distraitement du bastingage les grandes étendues d'orangers qui apparaissaient à l'horizon, dans les plaines qui baignaient dans la lumière éblouissante du soleil. On entendait dans les voiles le cliquetis répétitif des élingues. Pour le moment le père du jeune homme, le commandant de bord, se souvenait avec plaisir du procès contradictoire qu'il avait gagné, et de la témérité de son adversaire qui réclamait l'usufruit du voilier.