Μόλις έφθασε ο γιατρός, όρθρου βαθέος. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά του δωματίου , άκουσε τα γοερά κλάματα του ασθενή. Δεν ήταν ένας άνθρωπος της αδολεσχίας, των πομφολύγων. Παρατήρησε, αμέσως μόλις άναψε το φακό του, τη μύσιν των βλεφάρων του αρρώστου, και στο δεξί μάγουλό του μια ανησυχητική φαγέδαινα. Έπειτα σήκωσε το κεφάλι και είδε στον τοίχο έναν πίνακα που απεικόνιζε μια ανθοδέσμη από ελλέβορο, τότε χαμογέλασε ελαφριά.
Le médecin venait à peine d'arriver, avant le jour. Tandis qu'il montait l' escalier de la chambre, il entendit les cris retentissants du malade. Ce n'était pas un homme qui vous saoulait de mots, de paroles vides. Il remarqua immédiatement, dès qu'il alluma sa lampe de poche, la fermeture des paupières du malade et, sur sa joue droite, un chancre inquiétant. Ensuite il leva la tête et vit au mur un tableau qui représentait un bouquet d'hellébore, alors il sourit légèrement.