Ο Οδυσσέας έχει μια μάντρα στην παρώρεια του Πάρνωνος και σήμερα το πρωί πηγαίνει να δώσει αλάτι στα γιδοπρόβατά του. Πιτηδεύεται με το κοπάδι από τότε που έμεινε ανάπηρος ο πατέρας του κατόπιν μιας εγκεφαλικής διασείσεως. Σιγοσφυρίζοντας, περνάει από την καγκελόπορτα και ξαφνικά σταματάει, αφωνότερος ιχθύος. Πέντε προβατίνες έμειναν απομακρυσμένες, πλαγιαστές και λαχανιασμένες. Κατάλαβε, ξέρει το πρόβλημα, την ενζωστία. Πλησιάζει τα πέντε ζώα για να ελέγξει. ζουλώνει τις ρώγες, παχύ και κιτρινωπό είναι το γάλα. Ήγγικεν η ώρα, είναι καιρός να πάρει τηλέφωνο τον κτηνίατρο, ένα φίλο του. Και, ανήσυχος, κουβαλά τα ζώα στο φορτηγάκι του για να τα χωρίσει από τα άλλα.
Ulysse possède un enclos sur les pentes du Parnon et ce matin il va donner du sel à ses ovins. Il s'adonne à son troupeau depuis que son père est resté infirme à la suite d'une commotion cérébrale. Il passe en sifflotant la barrière et soudain s'arrête, muet comme une carpe. Cinq brebis sont restées à l'écart, couchées et haletantes. Il a compris, il connaît le problème, l'enzootie. Il s'approche des cinq bêtes pour contrôler, presse les tétines, le lait est épais et jaunâtre. Le moment est arrivé, il est grand temps d' appeler au téléphone le vétérinaire, un ami à lui. Et, inquiet, il charge les cinq animaux dans sa camionnette pour les isoler des autres.
Dernière édition par Yves le Lun 20 Juil - 5:52, édité 2 fois