Ο πλανόδιος έμπορος , καθ΄ έξιν, έσφιξε τους οίακες και σταμάτησε αμέσως το μουλάρι μπροστά στο σπίτι. Ήξερε, ειρήσθω εν παρόδω, πως ζούσε εκεί μια γυναίκα εκπάγλου καλλονής. Αφού είχε πατήσει το κουδούνι, άρχισε να ξεσκεπάζει τα αναπαυτικά του μαξιλάρια. Δεν άργησε να πλησιάσει την άμαξα η καλλονή. Την μπαλαμούτιασε τόσο πολύ ο πονηρός πωλητής, που η αδολεσχία του την κούρασε και αγόρασε ένα δήθεν γεμισμένο με γνάφαλο χήνας μαξιλάρι. Αλλά, τη νύχτα, έβαλε μια φωνή η όμορφη γυναίκα, ο ροïκός κάλαμος ενός φτερού είχε τρυπήσει το περίβλημα του μαξιλαριού.
Le commerçant ambulant, comme d'habitude, tira sur les rênes et le mulet stoppa immédiatement devant la maison. Il savait, soit dit en passant, que là vivait une femme d'une grande beauté. Après avoir appuyé sur le bouton de la sonnette, il commença a découvrir ses confortables oreillers. Elle ne tarda pas à s'approcha du véhicule, la beauté. Le marchand rusé la baratina tellement que son bla-bla l'épuisa et qu'elle acheta un oreiller soi-disant rempli de duvet d'oie. Mais, pendant la nuit, la jolie femme poussa un cri, le calamus tordu d'une plume avait percé l'enveloppe de l'oreiller.