Τότε ήταν δριμύς ο χειμώνας και στο κλεινόν άστυ πέθαιναν από πείνα πολλοί κάτοικοι. Οι πιο άποροι ήταν μαζεμένοι στην αγορά και στο έρεβος της αφέγγαρης νύχτας οι προσπάθειες τους για να ανάψουν φωτιά είχαν τελεσφορήσει. Οι πιο ρωμαλέοι άντρες ασχολούνταν με το δαύλισμα. Ξαφνικά στο πλήθος έπεσε νεκρή μια γυναίκα και ακούγονταν ήδη ο θρήνος και ο κοπετός του αθρώου λαού που, μην αντέχοντας άλλο, έλεγε πομφόλυγες.
L'hiver était alors rigoureux et dans la cité d' Athènes beaucoup d'habitants mouraient de faim. Les plus démunis étaient rassemblés sur l'agora et dans les ténèbres de la nuit sans lune leurs efforts pour allumer un feu avaient été payants. Les hommes les plus robustes s'occupaient de l' approvisionner en bois. Soudain dans la foule une femme tomba morte et on entendait déjà les lamentations, les cris et les coups sur les poitrines du peuple amassé qui, n'en pouvant plus, prononçait des paroles vides de sens.
Hélène, je n'ai pas trouvé δαύλισμα, seulement δαυλίζω. J'ai donc imaginé le sens du mot d'après le suffixe!