Le château de ma mère de Marcel Pagnol
Chapitre 13
Il n'était pas bien difficile de l'imaginer: il les eût aussitôt étranglés et plumés, en remerciant la Providence, avant de les rôtir sur une broche de bambou! Si je fuyais devant ces volatiles, je n'aurais plus le droit d'entrer dans un roman d'aventures, et les personnages des illustrations, qui m'avaient toujours regardé en face, détourneraient la tête pour ne pas voir un coeur de squaw.
D'ailleurs, il ne s'agissait plus de grands-ducs, animaux puissants et farouches, dont le nom soulignait la taille et le courage, mais de grosibous, qui me parurent infiniment moins redoutables.
Je pris d'une main ferme le couteau pointu, et je l'aiguisai sur une pierre.
Restait le fantôme. Je me répétai la puissante affirmation de mon père: LES FANTÔMES N' EXISTENT PAS. Sur quoi je fis discrètement cinq ou six répétitions du signe de la croix, qui les coupe en deux.
----
Κεφάλαιο δέκατο τρίτο
Ο Λιλί βγήκε από το λόγγο, σύροντας πίσω του δύο κλαδιά πιο μεγάλα απ΄ αυτόν, και τέλεια ίσια. Μου έδωσε ένα. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα μακρύ σπάγκο και, στην πιο ψιλή άκρη του κονταριού από αγριόκεδρο, στερέωσα τη λαβή του τρομερού σουγιά, ενώ , κοντά μου, ο Λιλί όξυνε με φροντίδα το όπλο του, σαν να έξυνε ένα μολύβι.
Ολόγυρα, ξεπρόβαλλε, μέσα από τη θολή ομίχλη, η αυγή: σ΄ ένα διάχυτο φως, κρέμονταν από τα κλαριά των πεύκων και στην κορφή των θάμνων μικρά χνουδωτά σύννεφα. Έκανε κρύο.
Ύστερα από την υπερένταση όλης της νύχτας, ηρέμησα ξαφνικά και ένιωσα ότι ο αυχένας μου δε συγκρατούσε το κεφάλι μου, παρά μόνο με θέληση. Τότε ακούμπησα για μια στιγμή την πλάτη και το σβέρκο μου στον κορμό του πεύκου, και τα βαριά βλέφαρά μου ζέσταναν ξανά τα ασήκωτα μάτια μου.
Chapitre 13
Il n'était pas bien difficile de l'imaginer: il les eût aussitôt étranglés et plumés, en remerciant la Providence, avant de les rôtir sur une broche de bambou! Si je fuyais devant ces volatiles, je n'aurais plus le droit d'entrer dans un roman d'aventures, et les personnages des illustrations, qui m'avaient toujours regardé en face, détourneraient la tête pour ne pas voir un coeur de squaw.
D'ailleurs, il ne s'agissait plus de grands-ducs, animaux puissants et farouches, dont le nom soulignait la taille et le courage, mais de grosibous, qui me parurent infiniment moins redoutables.
Je pris d'une main ferme le couteau pointu, et je l'aiguisai sur une pierre.
Restait le fantôme. Je me répétai la puissante affirmation de mon père: LES FANTÔMES N' EXISTENT PAS. Sur quoi je fis discrètement cinq ou six répétitions du signe de la croix, qui les coupe en deux.
----
Κεφάλαιο δέκατο τρίτο
Ο Λιλί βγήκε από το λόγγο, σύροντας πίσω του δύο κλαδιά πιο μεγάλα απ΄ αυτόν, και τέλεια ίσια. Μου έδωσε ένα. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα μακρύ σπάγκο και, στην πιο ψιλή άκρη του κονταριού από αγριόκεδρο, στερέωσα τη λαβή του τρομερού σουγιά, ενώ , κοντά μου, ο Λιλί όξυνε με φροντίδα το όπλο του, σαν να έξυνε ένα μολύβι.
Ολόγυρα, ξεπρόβαλλε, μέσα από τη θολή ομίχλη, η αυγή: σ΄ ένα διάχυτο φως, κρέμονταν από τα κλαριά των πεύκων και στην κορφή των θάμνων μικρά χνουδωτά σύννεφα. Έκανε κρύο.
Ύστερα από την υπερένταση όλης της νύχτας, ηρέμησα ξαφνικά και ένιωσα ότι ο αυχένας μου δε συγκρατούσε το κεφάλι μου, παρά μόνο με θέληση. Τότε ακούμπησα για μια στιγμή την πλάτη και το σβέρκο μου στον κορμό του πεύκου, και τα βαριά βλέφαρά μου ζέσταναν ξανά τα ασήκωτα μάτια μου.
Dernière édition par Yves le Lun 12 Juil - 11:23, édité 2 fois