Από το πέτρινο σπίτι του, προστατευμένο από τους ανέμους, ο ιδιοκτήτης ατενίζει τον καθαρό ουρανό και την μπροστινή πεδιάδα γεμάτη χρυσοκόκκινα αμπέλια . Φέτος πρώιμο είναι το φθινόπωρο και ένα σμήνος γερακότσιχλων άφησε τα βουνά όπου έπιασαν νωρίς τα κρύα. Στα αριστερά του, ο γείτονας βοσκάει άκρη άκρη στο δρόμο τα πρόβατα και τα κατσίκια του. Τα ερίφια, υδαρή και ευλίγιστα σαν το λάστιχο πετάγονται ψηλά. Ξαφνικά ο άνδρας μας σφίγγει το γτρόνθο του όταν ακούει εδώ κοντά την πρώτη ντουφεκιά και τα ορμητικά αλυχτήματα των κέρβερων που κυνηγούν από πίσω τα κουνέλια. Στον ουρανό το σμήνος γερακότσιχλων, αλαφιασμένο από τον κρότο, διαλύθηκε. Ο ιδιοκτήτης, που εκνευρίζει αυτή η φασαρία και λατρεύει τη φύση και τα ζώα, επιστρέφει γρήγορα στο στάβλο και με μια στλεγγίδα καθαρίζει το δέρμα του αλόγου του. Έξω, απλωμένο στον χλιαρό τοίχο του σπιτιού, λιάζεται για τη τελευταία φορά, πριν πέσει σε χειμερία νάρκη στο βάθος μιας τρύπας, ένα σαμιαμίθι.
De sa maison de pierre, protégée des vents, le propriétaire contemple le ciel pur et la plaine qui s'étend devant lui, pleine de vignes mordorées. Cette année l'automne est précoce et un vol de litornes a quitté les montagnes où le froid s'est installé de bonne heure. A sa gauche, le voisin fait paître ses moutons et ses chèvres le long de la route. Les chevreaux, détendus et flexibles comme du caoutchouc, bondissent haut. Soudain notre homme réprime sa colère lorsqu'il entend tout près le premier coup de fusil et les jappements fougueux des cerbères qui poursuivent les lapins. Dans le ciel le vol de litornes, affolé par la détonation, s'est dispersé. Le propriétaire, qu'agace ce tapage et qui adore la nature et les animaux, retourne à l'écurie et avec une étrille nettoie le cuir de son cheval. Dehors, allongée sur le mur tiède de la maison, une larmeuse prend pour la dernière fois, avant d'hiberner au fond d'un trou, le soleil.
larmeuse=nom provençal donné aux petits lézards gris qui affectionnent les murs des maisons.