Ο Κώστας ζει κοντά στη θάλασσα σ΄ ένα αγροτικό κτήμα. Υπέγραψε μπροστά στον ιδιοκτήτη μια πάχτωση, δηλαδή ένα συμφωνητικό ενοικιάσης για πέντε χρόνια. Τώρα κλαδεύει τα ελαιόδενδρα και γύρω στις δέκα, κάθε πρωί, γυρίζει σπίτι για να φάει μια ομελέτα με μπέικον. Του αρέσει όταν αυτό είναι αρκετά τηγανητό και κάνει σαν ξανθή εφελκίδα. Είναι περήφανος για τα αυγά του διότι συχνά περιέχουν δύο κροκίδες.
Πότε πότε πάει βόλτα ως το λιμάνι της πόλης όπου χαζεύει απ΄ τη νεωδόχο τα κα΄ί΄κια και τη κόκκινή του βάρκα. Ο δήμος σχεδίασε να επεκτείνει τις προβλήτες με κροκαλοπαγείς ογκολίθους. Αυτό το φυσικό πέτρωμα, που προέρχεται απ΄ ένα κοντινό λατομείο, αποτελείται από κροκάλη την οποία επικαλύπτει ένα είδος τσιμέντου, σαν να ήταν ένα εύτηκτο προϊόν κατασκευασμένο από τον άνθρωπο.
Hélène, je n'ai pas utilisé le mot οδωδώς, très agréable à entendre et à prononcer. J'ai trouvé οδωδής, l'adjectif. Ici est-ce l'adverbe ? Sur le Bailly, j'ai vu que l'adjectif signifie : qui dégage une odeur, odorant.