Πίσω από τον τοίχο από πλίθρα που χρησίμευε στην πόλη ως (έρυμα) ερχόταν να περνάει τη νύχτα ένα σμάρι (γερακότσιχλες) και το ήξερε ένας (μπερτόλδος) χωριάτης. Λοιπόν, κάθε βράδυ, έβαζε θηλιές εκεί με γεωσκώλικες ως δολώματα και την άλλη μέρα το πρωί πρωί, διακριτικά, μαζί μ΄ έναν γείτονα που (δαδουχούσε) με τέτοιο τρόπο ώστε να μη (λούσει) τα περίχωρα το φως του δαδιού, μάζευε τα πουλιά. (Ομονούσαν) οι δύο λαθροθήρες διότι είναι το (άκρον άωτον) του κυνηγιού η γερακότσιχλα.
Derrière le mur de pisé qui servait à la ville de fortification, chaque nuit un vol de grives litornes venait passer la nuit et un paysan rusé le savait. Donc, chaque soir, il mettait là des pièges avec des vers de terre comme appâts et le lendemain, de bon matin, discrètement, avec un voisin qui tenait une torche de façon que la lumière n'illumine pas les environs, il récupérait les oiseaux. Les deux braconniers s'entendaient bien car la litorne est le nec plus ultra du gibier.
Dernière édition par Yves le Mar 12 Fév - 22:45, édité 1 fois