Ο γραμματέας της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης του Βυζαντίου, που πάγωνε η (ορρωδία) εξαιτίας της μάχης κοντά στα τείχη, διέσχισε έναν κήπο και πάτησε κάτι (σέσκλα). Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, λαχανιασμένος αφ΄ (εξουθένωση). Ξαφνικά τον έπιασε ένας αβάσταχτος πόνος στο κεφάλι, σαν να κόντευε να γίνει κομμάτια το (βρέγμα) του. Μετά από λίγο, ενώ προχωρούσε γρήγορα στο δρόμο, ξεχώρισε το μέγαρο. Έφθασε επιτέλους μπροστά στη βιβλιοθήκη, μπήκε μέσα, έριξε μια ματιά σ΄ έναν τόμο ανοιχτό στο γραφείο που μιλούσε για το (μιθριδατισμό), τράβηξε για το ράφι όπου ήταν ταχτοποιημένος ο (θελξίνοος) (Τιπούκειτος), τον πήρε, τον έβαλε κάτω από τη μασχάλη του και βγήκε, ανακουφισμένος.
Le secrétaire de la bibliothèque impériale de Byzance, que la frayeur des combats qui se déroulaient près des remparts paralysait, traversa un jardin et écrasa quelques blettes. Il fit une pause un instant, essoufflé d'épuisement. Soudain une douleur insoutenable à la tête le saisit, comme si sa fontanelle était sur le point de se briser. Un instant plus tard, alors qu'il poursuivait rapidement sa route, il distingua le palais. Enfin il arriva devant la bibliothèque, y pénétra, jeta un coup d'oeil sur un volume ouvert sur le bureau , qui parlait de la mithridatisation, alla droit vers le rayonnage où était rangé le registre des livres des lois de Byzance, le prit, le mit sous son aisselle et sortit, soulagé.