Ο ταχυδαχτυλουργός είχε στη σκηνή κουρά εν (χρω). Το είδα σαν έβγαλε το ψηλό καπέλο του. Αλλά ξανφιάστηκα περισσότερο όταν πρόβαλε από το εξάρτημα που ήταν κενό το κεφάλι ένός ολόλευκου (κονίκλου) τον οποίο ο καλλιτέχνης ακούμπησε σ΄ ένα τραπέζι γεμάτο (θαλλόφυτα). Τότε, ίσως από (αφυλαξία), το ζώο δοκίμασε ένα αφράτο μανιτάρι τόσο ασπρό όσο αυτός ο ίδιος και άρχισε να το μασουλίζει. Ξαφνικά, λες και να ήταν αυτοπροσώπως ο (Πρωτεύς), μεταμορφώθηκε σε μια (κίχλη) που φτερούγισε από το τραπέζι στο χέρι του ταχυδαχτυλουργού. Με μάγεψε με το τέχνασμά του και το ότι (απάδει) προς όλους τους κανόνες του λογικού και της νόησης, δεν πήγε εκεί ο νους μου.
Le prestidigitateur avait sur scène la tête rase. Je m'en aperçus quand il ôta son haut-de-forme. Mais je fus davantage surpris lorsque pointa de l'accessoire qui était vide la tête d'un lapin tout blanc que l'artiste posa sur une table pleine de végétaux thallophytes. Alors, peut-être par négligence, l'animal goûta un champignon moelleux aussi blanc que lui et commença à le mâcher. Soudain, comme s'il était Protée en personne, il se métamorphosa en une grive qui s'envola de la table en direction de la main du prestidigitateur. Je fus fasciné par son habileté et je n'avais même pas songé au fait qu'elle contrevenait à toutes les règles de la logique et de l'entendement.