Το παιδί είχε υψηλό πυρετό, γι΄ αυτό ξύπνησε νωρίς. Παραμιλούσε. Η μητέρα του ήταν στο προσκέφαλό του και του είπε με τη γλυκιά της φωνή :"Νηνί, (νηνί) μου, μην ανησυχείς, είμαι εδώ!" O άρρωστος την κοίταξε με το θολό του βλέμμα και μουρμούρισε :"Μαμά, είδα τρομακτικό όνειρο. Ένας γίγαντας που φορούσε μια πανοπλία με (φολίδες) - έμοιαζε με τον ήρωα μας, τον (ωκύν) Αχιλλέα- με κυνηγούσε. Εγώ προσπαθούσα να κρατήσω την (ανιούσα) πορεία μου προς τον κήπο του γείτονα. (Εις μάτην). Με πρόλαβε, μ΄ έσπρωξε στα (σέσκλα) όπου έπεσα μπρούμητα. Ήθελε να καταπιώ ωμά τα φύλλα. Ξέρεις, μαμά, πως μ΄ αδειάζουν, τα σέσκλα. Και όταν ο γίγαντας έσκυψε να μ΄ αναγκάσει να φάω, αλλοιώθηκε η σάρκα του, έγινε (χοïκό) πλάσμα.
L'enfant avait une forte fièvre, aussi il se réveilla tôt. Sa mère était à son chevet et lui dit de sa voix douce:"Mon chou, ne t'inquiète pas, je suis là". Le malade la regarda avec son regard trouble et murmura:"Maman, j'ai fait un rêve effrayant. Un géant recouvert d'une armure avec des écailles- il ressemblait à notre héros, le rapide Achille- me poursuivait. Moi j'essayais de continuer ma route qui montait vers le jardin du voisin. En vain. Il m'a rattrapé, m'a poussé dans les blettes où je suis tombé à plat ventre. Il voulait que j'avale les feuilles crues. Tu sais, maman, que ça me dégoûte, les blettes. Et lorsque le géant s'est penché pour m'obliger à manger, sa chair s'est altérée, il est devenu un être fait de terre."
Dernière édition par Yves le Sam 2 Mar - 2:06, édité 9 fois