Όπως σας το ΄πα (ένθα ανωτέρω), ο Ισίδωρος χρόνια υποφέρει από (ρινισμό) αλλά στο χωριό δεν υπάρχει πια κανένας που δίνει προσοχή σ΄ αυτή την αναπηρία. Καθημερινά πρωί πρωί ο νεαρός (σάττει) τον γάιδαρό του και, συνοδευόμενος από το μαύρο του σκύλο που προχωρά μπροστά το δρόμο σαν Ινδιάνος (ιχνηλάτης), (εισδύει) στο δάσος σε αναζήτηση (ιξού) του οποίου χρησιμοποιεί τους καρπούς για να παγιδέψει τα πουλιά με την κολλιτσίδα. Στο μεταξύ ο γάιδαρος μασουλάει τα (στυφά) φύλλα του παρασιτικού φυτού. Στο γυρισμό, κατά το μήκος των μονοπατιών ο Ισίδωρος βγάζει ρίζες (ερυθροδάνου) που στοιβάζει στα δύο κοφίνια και θα πουλήσει την άλλη μέρα στο βαφέα της κωμόπολης.
Comme je vous l'ai dit plus haut, Isidore est atteint depuis des années de dyslalie mais au village il n'y a plus personne qui prête attention à cette infirmité. Journellement de bon matin le jeune homme selle son âne et, accompagné de son chien noir qui file devant comme un éclaireur Indien, il pénètre dans la forêt à la recherche de gui dont il utilise les fruits pour piéger les oiseaux avec la glu. Pendant ce temps l'âne mâchonne les feuilles âpres de la plante parasite. Au retour, tout au long des sentiers, Isidore arrache des racines de garance qu'il entasse dans les deux couffins et qu'il vendra le lendemain au teinturier du bourg.
Dernière édition par Yves le Mar 9 Avr - 9:45, édité 3 fois