Η κοπέλα, μια Πελοποννήσια, ξύπνησε στον οικογενειακό μανιάτικο πύργο και θυμήθηκε το όνειρό της. Ο τάφος της ήταν απλός, μια (σινδών) από λινάρι την σκέπαζε από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Κι όμως άκουγε το (σπίνο) του κήπου να κελαϊδούσε κι έβλεπε στο (λήκυθο) τοποθετημένο σ΄ ένα τραπεζάκι το είδωλό της, σαν να υπέφερε από (εαυτοσκοπία). Τον πλησίασε για να κοιτάξει καθαρά το πρόσωπό της, αλλά της κόπηκαν τα πόδια, τα χέρια της ακούμπησαν στο τραπεζάκι και το αγγείο έπεσε κι έσπασε. Μέσα του υπήρχε ένα λεπτό στρώμα (ιλύος) που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και εμφανίστηκε απότομα ένα αγριογαρύφαλλο, το (δίανθες), ενδημικό της Πελοποννήσου, το αγαπημένο της λουλούδι, που ανέδιδε το πλούσιο άρωμά του, λες και ήταν καλοδιατηρημένο ως την αιωνιότητα χάρη σ΄ ένα (στύμμα).
Une jeune fille, du Péloponnèse, se réveilla dans la tour maniote familiale et se rappela son rêve. Sa tombe était simple, un drap de lin la recouvrait de la tête aux pieds. Et pourtant elle entendait chanter le pinson du jardin et voyait dans le lécythe posé sur une petite table son image, comme si elle était atteinte d'autoscopie. Elle s'en approcha pour regarder en détail son visage,mais les jambes lui manquèrent, ses mains s'appuyèrent sur la petite table et le vase tomba et se brisa. A l'intérieur il y avait une mince couche de boue qui disparut mystérieusement et apparut soudain un oeillet sauvage, à double fleur, endémique du Péloponnèse, sa fleur préférée, qui exhalait son riche parfum, on aurait dit qu'il était bien conservé pour l'éternité grâce à un fixatif.